Συνέντευξη του
χειρουργού-γυναικολόγου – μαιευτήρα Γιάννη Μουζάλα
στην εφημερίδα “Αυγή” –10 Νοεμβρίου 2011
Κύριε Μουζάλα, κάνετε λόγο για τη βία που υφίσταται η γυναίκα και ιδιαίτερα η Ελληνίδα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Μπορείτε να μας αναλύσετε αυτό το σκεπτικό σας;
Η Ελληνίδα στη διαδικασία της εγκυμοσύνης, και κυρίως του τοκετού και μετά στη λοχεία, υφίσταται μια βία, η οποία είναι τόσο ενσωματωμένη στην κοινωνία μας ώστε να περνάει απαρατήρητη και να μην εκλαμβάνεται ως τέτοια. Μια πρώτη μορφή βίας είναι ότι όλες οι έγκυες είναι “υποχρεωμένες” να αισθάνονται μόνο ευτυχισμένες. Κάτι το οποίο δε γίνεται, γιατί, για ορμονικούς λόγους, οι ευαισθησίες τους φτάνουν στο πικ. Γιατί αλλάζει το σώμα τους και φοβούνται ότι θα πάψουν να είναι επιθυμητές. Γιατί δεν είναι βέβαιες ότι θέλουν το παιδί, ενώ θέλουν παιδί. Γιατί φοβούνται τις ευθύνες. Δεν είναι βέβαιες ότι θα κατορθώσουν να τα βγάλουν πέρα. Και αυτό το τελευταίο, μέσα στην οικονομική κρίση γίνεται ακόμα βαθύτερο. Και απέναντι σε αυτό τα συναισθήματα, τα οποία βιώνουν όλες οι έγκυοι, δεν υπάρχει συνήθως συμπαράσταση και βοήθεια ακόμα και από τις γυναίκες του φιλικού οικογενειακού περιβάλλοντος. Αποτέλεσμα είναι η έγκυος να “πνίγει” συναισθήματα, γεγονός το οποίο συνιστά μια μορφή ψυχολογικής βίας.
Μια δεύτερη βια στην εγκυμοσύνη είναι οι απαγορεύσεις, χωρίς μάλιστα, να είναι επιστημονικά αποδεκτές ή να χρειάζονται, και οι οποίες αποκόπτουν τη γυναίκα από την καθημερινότητα που είχε πριν. Για παράδειγμα “μην κάνεις γυμναστική”, “μην κάνεις μπάνια”, “μην κάνεις σεξ”. Η τεράστια πλειοψηφία αυτών των απαγορεύσεων δεν υφίσταται επιστημονικά. Αποτελούν κοινωνικό εφεύρημα.
Πως λοιπόν έχει επικρατήσει σαν φαινόμενο, αφού δεν εξηγείται επιστημονικά;
Έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που συσχετίζεται άμεσα με την στρεβλή ανάπτυξη του τομέα της Υγείας στη χώρα μας, που δημιουργεί στρεβλές συνειδήσεις στους γιατρούς, τους ασθενείς και στις εγκύους. Οφείλεται, επίσης, σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Τόσο η εγκυμοσύνη, όσο και ο τοκετός, παύουν πια να αντιμετωπίζονται σαν ένα φυσιολογικό γεγονός, σαν μια φυσιολογική διαδικασία της ζωής της γυναίκας κι ενός ζευγαριού. Στα αστικά κέντρα, στη νέα κοινωνική συνείδηση που δημιουργήθηκε, η εγκυμοσύνη αποτελεί “ξεχωριστό γεγονός” για την κοινωνία, που πρακτικά, στο όνομά του να προστατεύσει την έγκυο, την αποκλείει από τη ζωή της. Κάτι το οποίο δε συναντάμε στα χωριά και στην επαρχία, όπου η εγκυμοσύνη δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι το “ξεχωριστό”, αλλά ως μέρος μιας φυσικής διαδικασίας, γύρω από την οποία η γυναίκα συνεχίζει κανονικά τη ζωή της.
Χαρακτηριστική είναι η ερώτηση από πολλές γυναίκες για το αν θα πρέπει να συνεχίσουν τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης! Δεν αναφέρομαι, βέβαια, σε εκείνες τις περιπτώσεις που για συγκεκριμένους λόγους μια έγκυος δεν μπορεί να δουλέψει. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι καλλιεργείται μια τάση στις εγκύους, ότι δεν είναι γυναίκες σε μια άλλη φάση, φυσιολογική, αλλά ότι είναι σε μια ξεχωριστή φάση από τη φυσιολογία τους!
Συνδέεται αυτό με το σύγχρονο τρόπο ζωής και ότι αυτό συνεπάγεται;
Βεβαίως. Σήμερα οι περισσότερες γυναίκες δε μένουν “φυσιολογικά” έγκυοι. Στα 100 ζευγάρια, το 30-40% έχει κάνει εξετάσεις για γονιμότητα. Το 80% έχει προγραμματίσει το πότε θα μείνει έγκυος. Επίσης, το 80% των επιτόκων θα γεννήσει με ραντεβού. Ένα 30% θα κάνει εξωσωματική, ή κάποια μορφή τεχνιτής γονιμοποίησης. Ζούμε σε μια εποχή που ακόμα και το γεγονός της σύλληψης δεν είναι “φυσιολογικό”. Κι αυτό επιτείνει και συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μια γυναίκα, η οποία έχει μείνει έγκυος με εξωσωματική, αντιμετωπίζεται ακόμα και από τους γιατρούς σαν να έχει μια “διαφορετικότητα” στην εγκυμοσύνη της. Η εξωσωματική, όμως, είναι αδυναμία σύλληψης και όχι αδυναμία εγκυμοσύνης και τοκετού. Επεκτείνεται λοιπόν αυθαίρετα, η αδυναμία σύλληψης σε αδυναμία εγκυμοσύνης! Και πάνω σε αυτή τη λογική, περιορίζεται η έγκυος αλλά και τις περισσότερες φορές οδηγείται σε καισαρική.
Κι ερχόμαστε έτσι στο μέγα ζήτημα της καισαρικής.
Η ανελευθερία και η βία σε βάρος της εγκύου κορυφώνονται όταν φτάσουμε στη φάση του τοκετού. Τα στατιστικά στοιχεία στην Ελλάδα δείχνουν ότι οι τοκετοί γίνονται κατά 60% με καισαρική. Εάν το πλειοψηφικό τείνει να θεωρείται “φυσιολογικό”, τότε σε λίγα χρόνια στη χώρα μας θα θεωρούμε φυσιολογικό τοκετό την καισαρική!
Η διαδικασία αυτή αποτελεί μια άσκηση εξουσίας πάνω στα δικαιώματα της γυναίκας, η οποία μάλιστα δε στηρίζεται σε καμιά επιστημονική πραγματικότητα, αλλά σε ένα συνδυασμό συμφερόντων της συντεχνίας των ιατρών. Και δυστυχώς αυτή η άποψη έχει ενσωματωθεί κοινωνικά μέσα στη συνείδηση της γυναίκας. Ότι μια καισαρική -ένα χειρουργείο δηλαδή- που δε χρειάζεται, δε συνιστά μια μορφή βίας ή άσκησης εξουσίας.
Σε ποιο βαθμό φέρουμε ευθύνη και εμείς οι ίδιες για αυτή την αποδοχή αυτής της πρακτικής;
Εδώ ερχόμαστε στο άλλο, μεγάλο ζήτημα της ανελευθερίας της ενημέρωσης και της παραπληροφόρησης γύρω από τον τοκετό. Γεγονός για το οποίο ευθύνονται κατά κύριο λόγο οι γιατροί και σε δεύτερη φάση οι ίδιες οι γυναίκες. Στο όνομα μη υπαρκτών κινδύνων, η γυναίκα δεν ενημερώνεται από τους γιατρούς για τις δυνατότητες και τους τρόπους που έχει για να γεννήσει ώστε να επιλέξει η ίδια τον τρόπο που θα ασκήσει το πιο προσωπικό της δικαίωμα, το δικαίωμα να γεννήσει το παιδί της. Και δε νομίζω να υπάρχει κάτι πιο προσωπικό για μια γυναίκα. Η έγκυος, λοιπόν, οδηγείται με τη βία της παραπληροφόρησης και της ελλιπούς ενημέρωσης στο να αφήσει την επιλογή στο γιατρό, χωρίς να υπάρχουν τις περισσότερες φορές, επιστημονικά κριτήρια για την επιλογή του.
Αυτά όμως επικαλούνται πολλές φορές.
Είναι σαφές ότι η καισαρική έχει συγκεκριμένες ενδείξεις. Είναι επίσης σαφές, ότι δε γίνεται στην Αγγλία οι καισαρικές να είναι το 20%, στην Αμερική 22%, στη Δανία και στην Ολλανδία 16% και στην Ελλάδα 60%! Και μάλιστα η τάση παγκόσμια είναι να μειωθούν ακόμα περισσότερο.
Ή υπάρχει κάποιο “γονίδιο” που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα στις Ελληνίδες, ή φταίνε οι γιατροί και ο τρόπος που αυτή η βία έχει ενταχθεί στη γυναικεία συνείδηση. Αυτό λοιπόν το οποίο θα έπρεπε κανείς να προωθήσει στις γυναίκες είναι να τους εξηγήσει ότι ο τρόπος του τοκετού τους θα πρέπει να είναι προϊόν δικής τους επιλογής, κατόπιν σωστής ενημέρωσης. Και η ιατρική παρέμβαση θα έπρεπε να αφορά μόνο την ασφάλεια του τοκετού με σαφή αποδείξιμα επιστημονικά κριτήρια.
Υπάρχει λοιπόν μια συγκεκριμένη μορφή τοκετού που ενδείκνυται;
Δεν προσπαθεί κανείς, και πολύ περισσότερο εγώ, να υποδείξω τη μία ή την άλλη μορφή τοκετού, γιατί τότε θα πέφταμε στην άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Αυτό που υπερασπίζομαι είναι το να διεκδικήσουν οι γυναίκες το δικαίωμά τους να γεννήσουν με όποιον τρόπο αυτές θέλουν, εκτός αν υπάρχουν επιστημονικοί λόγοι για το αντίθετο, οι οποίοι, πάντως, είναι συγκεκριμένοι και μετρήσιμοι. Υπάρχουν “πρωτόκολλα” για το πότε κάνει μια γυναίκα καισαρική, πότε κάνει πρόκληση, πότε μπορεί να γεννήσει φυσιολογικά, πότε μπορεί να γεννήσει στο νερό κ.λπ. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μόνο στην Ελλάδα ισχύει το “μια φορά καισαρική, πάντα καισαρική”. Σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ο φυσιολογικός τοκετός μετά από μια καισαρική είναι αποδεκτή διαδικασία που προωθείται από την κοινωνία και τους γιατρούς.
Προκύπτει ένα αίτημα, λοιπόν, μια διεκδίκηση που θα μπορούσε να προτάξει και το φεμινιστικό κίνημα στη χώρα μας.
Οι γυναίκες οφείλουν να διεκδικήσουν κάτι που δεν έχουν αναδείξει καθόλου μέχρι τώρα και αφορά σε ένα φαινόμενο το οποίο υφίστανται μαζικά, εξαιτίας του φύλου τους. Ας μην ξεχνάμε ότι ο τοκετός και η εγκυμοσύνη αφορά το 90% των γυναικών σε κάποια φάση της ζωής τους. Ακόμα όμως, και το αμιγές ή και σκληροπυρινικό φεμινιστικό κίνημα, αυτή την πλευρά της αναπαραγωγής, δηλαδή της εγκυμοσύνης, του τοκετού και μετά της λοχείας, ποτέ δεν την αντιμετώπισε σαν μια μορφή βίας και άσκησης εξουσίας, η οποία στηρίζεται σε παραπληροφόρηση και ελλιπή ενημέρωση, ως μια ιδιαίτερη άσκηση πίεσης που αφορά το φύλο. Είναι σαφής και κυρίαρχη η ευθύνη της ιατρικής κοινότητας. Η ιατρική συντεχνία δεν είναι αθώα. Βγάζει χρήματα και κερδίζει χρόνο. Αλλά για να αλλάξει αυτό πρέπει να υπάρξουν ισχυρές πιέσεις και από την άλλη πλευρά, να υπάρξει προσπάθεια ενημέρωσης, μια καμπάνια, έτσι ώστε οι γυναίκες να μάθουν τα δικαιώματά τους και να απαιτήσουν να μην τους ασκηθεί “βια” ή λάθος εξουσία στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό.
Πρέπει λοιπόν να κλονιστούν, να ξαναχτιστούν και επαναπροσδιοριστούν οι σχέσεις γυναικολόγου και εγκυμονούσας, όπως συνέβη και στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, γονέων-παιδιών, μαθητή-δασκάλου.