Ο πληθυσμός της Ελλάδας (όπως και ο πληθυσμός του συνόλου σχεδόν των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας) στην μεταπολεμική περίοδο έχει αυξηθεί σημαντικά (7,6 εκατομμ. το 1951 και 11,0 εκατομμ. το 2014) και παράλληλα γηράσκει προοδευτικά (μέση ηλικία: 29 έτη το 1951, 43 έτη το 2014…). Πρόκειται για στοιχεία εργασίας του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) Βύρωνα Κοτζαμάνη, η οποία ανιχνεύει τις τάσεις και τις προοπτικές του πληθυσμού της χώρας.
Ειδική αναφορά κάνει ο καθηγητής για την τελευταία περίοδο, η οποία έχει ως σημείο εκκίνησης τα πρώτα χρόνια της τρέχουσας δεκαετίας και συμπίπτει με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Η κρίση αυτή, διευκρινίζει, αναμένεται να επιταχύνει (και ενδεχομένως και να ανατρέψει) τις πρότερες τάσεις εξέλιξης των βασικών δημογραφικών συνιστωσών (δηλαδή της γονιμότητας, της θνησιμότητας και της μετανάστευσης).
Πιο αναλυτικά, όσον αφορά στην πορεία της γονιμότητας σημειώνει ο. κ. Κοτζαμάνης, ότι αυτή είναι συνεχώς φθίνουσα, καθώς οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών που γεννηθήκαν μετά τα τέλη του ΧΙΧου αιώνα στη χώρα μας κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά (η Ελλάδα δεν γνώρισε το baby-boom άλλων ευρωπαϊκών χωρών), ενώ αυτές που γεννηθήκαν από τον Μεσοπόλεμο και μετά δεν εξασφαλίζουν πλέον την αναπαραγωγή τους (η κάθε μητέρα δηλαδή δεν αντικαθίσταται λαμβάνοντας υπόψη και τις υφιστάμενες εκάστοτε συνθήκες θνησιμότητας από μία κόρη).
Η μέση ηλικία στην απόκτηση του πρώτου παιδιού, επισημαίνει ο καθηγητής, είναι σήμερα (2015) ήδη εξαιρετικά υψηλή (εγγίζει τα 30 έτη) και η όποια αναβολή των γεννήσεων για αργότερα εξαιτίας των δυσμενών κοινωνικό-οικονομικών συνθηκών από τις γενεές, οι οποίες στα χρόνια της κρίσης θα βρεθούν στις ηλικίες 25- 35 (τις γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίες του’80 και μετέπειτα) πιθανότατα, θα οδηγήσει στην επιτάχυνση της τάσης μείωσης του αριθμού των παιδιών τους, εξαιτίας της συρρίκνωσης τόσο του διατιθέμενου αναπαραγωγικού τους “χρόνου” (του χρόνου δηλαδή που θα έχουν μπροστά τους για να κάνουν παιδιά) όσο και της βιολογικής τους ικανότητας σύλληψης (ικανότητας που μειώνεται ταχύτατα μετά τα 30 έτη).
Αυτό πιθανότατα, συμπληρώνει, θα έχει ως αποτέλεσμα το ακόμη μεγαλύτερο “άνοιγμα” του εύρους μεταξύ του ορίου αναπαραγωγής (2,1 παιδιά/γυναίκα) και του αριθμού των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι γυναίκες που γεννηθήκαν μετά το 1980, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι η γενεά του 1950 έφερε στον κόσμο 1,9 παιδιά/γυναίκα κατά μέσο όρο, η γενεά του ’65 1,7 παιδιά και αυτή του 1975 -εκτίμηση-μόλις 1,55).
Ταυτόχρονα, προσθέτει ο κ. Κοτζαμάνης, η τάση αύξησης της ατεκνίας (η αύξηση δηλαδή του ποσοστού των γυναικών που δεν θα κάνουν παιδί) στις γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1965 συνεχίζεται, ενώ η συρρίκνωση των πολύτεκνων οικογενειών που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες δεν έχει ανακοπεί, και δεν πρόκειται να ανακοπεί: οι γεννήσεις του τέταρτου και άνω παιδιού που υπερέβαιναν το 13% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αποτελούν σήμερα μόλις το 3% και αναμένεται να σταθεροποιηθούν στο 2% στα μέσα της επόμενης δεκαετίας.